Γρηγόρης Κοντός-Τα μοιρολόγια της Αιανής
Τα μοιρολόγια, τα θρηνητικά τραγούδια για την απώλεια αγαπημένων προσώπων, συναντώνται σε όλους τους λαούς. Η ανάγκη του ανθρώπου να θρηνήσει τον νεκρό, ανάγκη η οποία αποκτά σιγά σιγά ποιητικό περιεχόμενο, εμφανίζεται, όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια στον ελληνικό χώρο. Το μοιρολόγι είναι τόσο διαδεδομένο που κατέχει κεντρική θέση στα ομηρικά έπη. Στην Ιλιάδα (Ω 721-722) δίπλα στο νεκρό Έκτορα βάζουν να καθίσουν ειδικοί «αοιδοί θρήνων έξαρχοι», που το τραγούδι τους το ακολουθούν με τα κλάματά τους οι γυναίκες, κάτι αντίστοιχο με τις σημερινές μοιρολογίστρες. Κοντά σε αυτές τις γυναίκες θρηνούν τον Έκτορα και οι δικοί του άνθρωποι: πρώτη η λευκοχέρα Ανδρομάχη (Ω 726-746), στη συνέχεια η Εκάβη (Ω 749-760) και, τέλος, η Ελένη (Ω 763-776). Τρεις θρήνοι στη σειρά. Μην ξεχνάμε και τον θρήνο της Βρισηίδας για τον Πάτροκλο (Τ 286-299).
Τα μοιρολόγια της λαϊκής προφορικής παράδοσης των νεώτερων χρόνων παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τους θρήνους των ομηρικών επών. Οι πιο βασικές ομοιότητες είναι οι εξής: 1) Το βασίλειο των νεκρών είναι ο Κάτω Κόσμος, απ’ όπου κανείς δε γυρίζει. Είναι σκοτεινός και αραχνιασμένος τόπος. Αποτρόπαιος, γεμάτος απελπισία και ερήμωση. Εκεί δεν υπάρχουν γέλια και χαρές. Το ίδιο και στα νεώτερα μοιρολόγια. Στην Αιανή λένε: «Εκεί χαρές δε γένονται,//χαρές και πανηγύρια.//Εκεί το λένε μαύρη γης//και ‘ραχνιασμένο χώμα // ’ραχνιάζει νιους, ‘ραχνιάζει νιες // ’ραχνιάζει παλικάρια» (σσ. 71 και 81). Αντίθετα, ο Επάνω Κόσμος είναι ωραίος και καλός. 2) Στον Όμηρο ο ψυχοπομπός Ερμής κρατώντας το μαγικό ραβδί του συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Άδη. Στα νεοελληνικά μοιρολόγια «του Κάτω Κόσμου και του Χάρου», ο Χάροντας συνοδεύει τις ψυχές που κατεβαίνουν στον Κάτω Κόσμο. Μέσα στη μορφή του νεοελληνικού Χάροντα, που είναι και ψυχοπομπός και άρχοντας του Άδη, συγχωνεύτηκαν και οι τρεις αρχαίοι θεοί του θανάτου, ο Ερμής, ο Πλούτων και ο Χάρων (ο πορθμέας των αρχαίων). 3) Οι νεκροί ζουν σε ανήλιο και θεοσκότεινο τόπο, σε αιώνια νύχτα: «Είπα μα δε μ’ απάντησε και στο πηχτό σκοτάδι//ροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων» (λ 569-70, η συνάντηση του Οδυσσέα με τη νεκρή μητέρα του). 4) Η ζωή στον ομηρικό Άδη είναι τόσο χλωμή και άδεια, ώστε δεν απέχει πολύ από την ανυπαρξία. Οι ψυχές είναι «βροτών είδωλα καμόντων (λ 476) που δεν έχουν ούτε δύναμη ούτε συνείδηση και πετούν σαν σκιές ή σαν όνειρο: «Πώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη, όπου γυρίζουν // οι πεθαμένοι αναίσθητοι, θνητών νεκρών εικόνες;» (λ 480-481). «Έτσι είπε και τα στήθια μου μου τα’καιγε η λαχτάρα // πώς ν’ αγκαλιάσω την ψυχή της θλιβερής μου μάνας. // Χύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσω // και τρεις φορές μού πέταξε σαν όνειρο, σαν ίσκιος» (λ 207-210).
5) Οι νεκροί στον ομηρικό Άδη λαχταρούν την επάνω ζωή. Θα προτιμούσαν να ξαναγυρίσουν στη ζωή, από βασιλείς που ήταν πριν πεθάνουν, σαν δούλοι, να δουλεύουν κοντά σε φτωχό αφέντη και να βασανίζονται παρά να είναι άρχοντες στους νεκρούς. Βλ. πώς απαντά ο νεκρός Αχιλλέας στον Οδυσσέα, που προσπαθεί να τον παρηγορήσει για τον θάνατό του (λ 488-91). Οι νεκροί κάτω στον Άδη κλαίνε απαρηγόρητα για την όμορφη ζωή που έχασαν μια για πάντα. Ο νεκρός Αγαμέμνονας «κλαίε λιγέως θαλερόν κατά δάκρυ είβων» (λ 425). Η ψυχή του Αχιλλέα «ολοφυρομένη έπεα πτερόεντα προσηύδα» (λ 472). Και ο νεκρός Ελπήνορας «απάντησε στα κλάματα ξεσπώντας» (λ 59). Και στο δημοτικό τραγούδι: «Κάτω στα Τάρταρα της γης τα κρυοπαγωμένα // μοιριολογούν οι λυγερές και κλαιν’ τα παλληκάρια». Στο μοιρολόι της Αιανής, στη σ. 65: «Μάνα μ΄, σε κλαίει η άνοιξη, // σε κλαίει το καλοκαίρι». // «Γιατί με κλαίει η άνοιξη, // γιατί το καλοκαίρι; // Εγώ έχω κόσμο που με κλαίει // με πόνο και με δάκρυα. // Μένα με κλαίει ο άντρας μου // με πόνο και με δάκρυα // μένα με κλαίνε τα παιδιά, // άλλη μάνα δεν κάνουν».
Όπως σημειώνει ο Αναστασιάδης, στα δημοτικά τραγούδια οι ήρωες λυπούνται, αναστενάζουν και κλαίνε για τη ζωή που αφήνουν, για τα νιάτα τους και την παλικαριά τους. Ακόμη κι ο περήφανος Διγενής παρακαλεί τον Χάρο να μην τον πάρει, γιατί αγαπά τη ζωή. Αλλού: «Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε να χαρούμε // τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει, // για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ’ άλλον κόσμο πάμε». Αλλού: «Χαρήτε νιοι, χαρήτε νιες, η ημέρα ολοβραδυάζει // κι ο Χάρος τις ημέρες μας μια μια τις λογαριάζει» (Αναστασιάδης Σ., Η διδασκαλία των ομηρικών επών με τη βοήθεια των δημοτικών τραγουδιών και των νεοελληνικών παραδόσεων).
Τα μοιρολόγια, και πιο συγκεκριμένα, μία κατηγορία τους, τα εσχατολογικά, στα οποία εκφράζεται η λαϊκή αντίληψη για τον θάνατο και τον κάτω κόσμο, αντιστρατεύονται, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, τη χριστιανική διδασκαλία περί θανάτου και αθανασίας της ψυχής (σ. 24). Δεν είναι τυχαίο που ο Κοντός προτάσσει στο βιβλίο του ένα μοιρολόι που μιλάει για Άγγελο, Χριστό, Παναγιά (σ. 53). Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, «ο λαός φύλαξε στα μοιρολόγια την αρχαία ελληνική αίσθηση, τελείως ανεπηρέαστη από τη χριστιανική εσχατολογία» (σ. 105). Δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο. Ο κάτω κόσμος είναι ο χωρίς παρηγοριά υποχθόνιος κόσμος του Ομήρου (Αναστασιάδης, ό. π., σ. 173). Προξενεί κατάπληξη πόσο ο ομηρικός κόσμος των νεκρών έχει εντυπωθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ώστε ούτε η μυθολογία ούτε ο Χριστιανισμός μπόρεσαν να τον εκτοπίσουν. Γράφει σχετικά ο Nilsson: «Η γενική αντίληψη των Ελλήνων για τον Κάτω Κόσμο ήταν κάτι άλλο, ήταν ο σκοτεινός και θλιβερός Άδης με τις χλωμές, βουβές και αδύναμες σκιές. Αυτή η εικόνα ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στο νου των Ελλήνων, ώστε μ’ όλο που ο Χριστιανισμός εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια διδάσκει μιαν εντελώς διαφορετική αντίληψη, ο Κάτω Κόσμος του Έλληνα χωρικού μένει ο ίδιος ως σήμερα» (Nilson, Ελληνική λαϊκή θρησκεία, 1953).
Ο Στίλπων Κυριακίδης διευκρινίζει εύστοχα: «Ο σημερινός ελληνικός λαός αναμφισβητήτως ως πιστός χριστιανός πιστεύει και στον παράδεισο και στην κόλαση. Όταν όμως βρεθεί ενώπιον προσφιλούς νεκρού, ενώπιον της στυγνής και ανεπανόρθωτης πραγματικότητας του θανάτου, τότε αναζή στην ψυχή του ολόκληρη η αρχαία πίστη για τον Άδη και τη ζωή των νεκρών». Αλλού συμπληρώνει: «Ο ελληνικός λαός …. κλαίει και οδύρεται ως ομηρικός Έλλην για την τύχη όλων ανεξαιρέτως των νεκρών, αγαθών και πονηρών, στον σκοτεινό Άδη, στον υποχθόνιο Κάτω Κόσμο» (Αρχ. Ελλ. Θρησκεία και Χριστιανισμός, 1956, σ. 13).
Στα μοιρολόγια υμνείται η ζωή στον πάνω κόσμο (αυτό που ζούμε τώρα έχει σημασία, μετά τον θάνατο όλα είναι μάταια) και ξορκίζεται ο θάνατος. Στη χριστιανική διδασκαλία ο θάνατος θεωρείται ύπνος. Το σώμα του ανθρώπου κοιμάται ενώ η ψυχή του ζει στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο θάνατος είναι προσωρινός χωρισμός του νεκρού από τους αγαπημένους του. Η αντάμωση θα γίνει την ημέρα της κρίσεως. Γι’ αυτό ο Χριστιανός δεν πρέπει να απελπίζεται, δεν πρέπει να κλαίει. Πβλ. τα λόγια του Ιησού: «Μη κλαίε». Ακόμη, ο θρήνος δεν είναι αποδεκτός από τη χριστιανική διδασκαλία και γι’ αυτό οι μοιρολογίστρες παλιά δεν έμπαιναν στην εκκλησία.
Στα νεοελληνικά μοιρολόγια δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου, υπάρχει το γαλήνιο αντίκρυσμά του. Υποστηρίζω ότι η επικούρεια φιλοσοφία διαμέσου των αιώνων άφησε το στίγμα της σε αυτά τα εξαιρετικά δείγματα της λαϊκής παράδοσης. [παρουσιάστηκαν στο σημείο αυτό οι βασικές όψεις της φιλοσοφίας του Επίκουρου, που στηρίζουν την άποψή μου]
Σημαντική η συμβολή του συναδέλφου και φίλου Γρηγόρη Κοντού στη μελέτη της ελληνικής παράδοσης και, κλείνοντας, θυμίζω αυτό που είχε πει ο Αλέξανδρος Δελμούζος: «Η δημοτική παράδοση μπορεί να βοηθήσει να καταλάβουμε βαθύτερα τους κλασικούς και τον εαυτό μας» (Το Κρυφό Σκολειό, 1950, σ. 206).