Δοκιμές ανατομίας της ελληνικής ταυτότητας
Το τελευταίο βιβλίο της Ομότιμης Καθηγήτριας Φιλοσοφίας Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, με τίτλο «Σύγχρονα κάτοπτρα της ελληνικότητας. Ιδέες και ιδεολογήματα στον 20ό αιώνα», αποτελεί μια στιβαρή προσπάθεια αναψηλάφησης των αιτιών που οδήγησαν στη στάσιμη – σε πολλούς τομείς σήμερα – Ελλάδα. Πυρήνας του εγχειρήματος είναι η σχέση παράδοσης και αυτοσυνείδησης, ατομικής και συλλογικής, με άξονα την έννοια της ελληνικότητας, η οποία δεν συνδέεται με τον εθνικισμό αλλά με την ελληνική ταυτότητα. Η έμφαση δίνεται στο έργο Ελλήνων λογοτεχνών, φιλοσόφων και πολιτικών του 20ού αι., όπως οι Γιαννόπουλος, Δραγούμης, Σκληρός, Σαραντάρης, Τσάτσος, Λορεντζάτος, Χατζής και Μαλεβίτσης, στον καθένα από τους οποίους αφιερώνεται ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.
Στην αρχή η συγγραφέας διευκρινίζει ότι θα εξετάσει τις ιδέες και θα ανασύρει στην επιφάνεια τα ιδεολογήματα, που αφορούν τη σχέση παράδοσης και αυτοσυνείδησης, χωρίς ιδεολογικές εμμονές και πολιτικές σκοπιμότητες, με εργαλείο την ιστορικο-κριτική και διαλεκτική μέθοδο. Για τον λόγο αυτό, αρχικά, αναφέρεται και σχολιάζει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κυοφορήθηκαν οι ιδέες των υπό εξέταση διανοουμένων.
Μετά την απελευθέρωση, παρόλο που αγωνιστές και μέλη της Φιλικής Εταιρείας είχαν προτάξει το αίτημα για δημοκρατία και Σύνταγμα, με βάση τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης, το νεοσύστατο κράτος έπεσε στη βαθιά συντήρηση με την επιβολή της ξενόφερτης μοναρχίας, τον έλεγχο των πρώην κοτζαμπάσηδων και τον παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας. Απέναντι στον δικομματισμό, την πελατειακή συγκρότηση και την οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας προσπάθησαν να αντιδράσουν ριζοσπάστες Έλληνες διανοητές, επίγονοι του Κοραή και αντικληρικαλιστές, όπως οι Παμπλέκης, Σοφιανόπουλος, Καΐρης και Πυλαρινός. Το τίμημα ήταν ο αφορισμός τους από την Εκκλησία, οι διώξεις, οι απολύσεις και οι φυλακίσεις.
Τον 19ο αιώνα ο μεγαλοϊδεατισμός ήταν το κατ’ εξοχήν πολιτικό διακύβευμα και οι αναφορές στο Βυζάντιο και το ’21 τα σταθερά ορόσημά του. Απόρροια του μεγαλοϊδεατισμού ήταν και τα διλήμματα κοσμοπολιτισμός ή ελληνικότητα, ξενολατρία ή ξενοφοβία, Δύση ή Ανατολή, λόγια ή δημοτική παράδοση, ιστορική ασυνέχεια ή συνέχεια που αλληλοαποκλείονταν, εντείνοντας την πόλωση που έφερε ο σκοταδισμός και η αμάθεια. Αυτά τα ψευδοδιλήμματα, αποτέλεσμα μιας «αόριστης στην αναχρονιστικότητά της ελληνικότητας» (σ. 328), αναπαρήγαγαν στα κείμενά τους οι διανοούμενοι του 20ού αιώνα με τη μορφή ιδεολογημάτων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην απομόνωση της χώρας και στη στασιμότητά της.
Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Γιαννόπουλος, θαυμαστής του ελληνικού ιδεώδους, ήταν υπέρ της ιστορικής συνέχειας και ταυτόχρονα κατά του ευρωπαϊκού και ελληνικού Διαφωτισμού. Κατέκρινε την ξενομανία των Ελλήνων που τους έκανε να αντιγράφουν άκριτα τους Ευρωπαίους. Στον μεγαλοϊδεατισμό του Ίωνα Δραγούμη αντιπαρατέθηκε ο Γεώργιος Σκληρός με το κοινωνικοπολιτικό δοκίμιο «Το κοινωνικό μας ζήτημα». Για τον Σκληρό το γλωσσικό ζήτημα, που δίχαζε την ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν ήταν φιλολογικό αλλά πρωτίστως κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα και αιτία του γλωσσικού διχασμού ήταν η ταξική δομή της κοινωνίας.
Από την άλλη, ο Δημήτρης Χατζής υποστήριξε την ιδέα της ιστορικής ασυνέχειας, που διαχωρίζει τον Νέο Ελληνισμό από το Βυζάντιο και την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και, όμοια με τον Δραγούμη και τον Λορεντζάτο, θεώρησε ότι η αρχαιολατρία ήταν ξενόφερτη. Η συγγραφέας προβληματίζεται για την ασυνεχή θεώρηση της μακράς ιστορικής διαχρονίας, που εκλεκτικά αποκλείει την αρχαιοελληνική, την ελληνιστική ή τη βυζαντινή γραμματεία αλλά και τη λόγια παράδοση, που δημιουργήθηκε από τον εκπατρισμένο Ελληνισμό από τον 16ο αιώνα και μετά, και υπήρξε εξίσου καθοριστική για τα γράμματα, την παιδεία και τον πολιτισμό μας.
Με την αντιδικία καθαρεύουσας-δημοτικής, ο Χατζής δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την αξία της μεικτής γλώσσας -όπως ήταν η καβαφική – ως μια μορφή υπέρβασης του διαχωρισμού της γλώσσας σε δημοτική και καθαρεύουσα. Κάτι που είδαν ο Σκληρός και ο Ν. Κάλας. Ακόμη, ο Λορεντζάτος, όμοια με τον Χατζή, αντιμετώπιζε τη σχέση Ανατολής-Δύσης μονομερώς υποστηρίζοντας ότι η Δύση επέδρασε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, και παραβλέποντας, όπως ορθά υποστηρίζει η Δεληγιώργη, την επίδραση του Βυζαντίου στη Μεσαιωνική Ευρώπη και στην Αναγέννησή της, πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
Οι διανοητές, τα κείμενα των οποίων μελέτησε η συγγραφέας σε βάθος, συνομιλούν μεταξύ τους, παρά τις διαφορές τους, και το κοινό τους στοιχείο είναι ότι έδωσαν βαρύτητα σε ένα μόνο στοιχείο της πολύπλευρης παράδοσής μας, η οποία εντέλει είναι αποτέλεσμα της γόνιμης συνύπαρξης της ελληνο-ανατολικής και ελληνο-δυτικής μας κληρονομιάς. Επιπλέον, δεν αναγνώρισαν τη σημασία των ιδεών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δημιούργησαν ή διατήρησαν τα ψευδοδιλήμματα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη στασιμότητα και στη δημιουργία προβλημάτων που έγιναν χρόνια και μοιάζουν και σήμερα αξεπέραστα.
Η πεποίθηση της Δεληγιώργη ότι οι ιδέες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της ελληνικότητας την οδηγεί στο να δώσει βαρύτητα στην παιδεία και τον πολιτισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, τα διχαστικά διλήμματα θεωρούνται συνέπεια μιας εκπαίδευσης αποκομμένης από τη φιλοσοφική παράδοση του αριστοτελικού πλατωνισμού. Γι’ αυτό και προκειμένου να κατανοηθούν οι λόγοι της διανοητικής μας υστέρησης των δύο τελευταίων αιώνων, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την αναγκαιότητα επιστροφής στα κείμενα των Ελλήνων Διαφωτιστών.
Το βιβλίο δεν αποτελεί μια δοξογραφική ανθολόγηση αλλά διαλέγεται με θεμελιώδη κείμενα της ελληνικής γραμματείας, τα οποία βγαίνουν έτσι από τη λήθη και αποτελούν παρακαταθήκη για τους αναγνώστες των επόμενων γενεών. Η βαθιά γνώση των λογοτεχνικών, ιδεολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων είναι αποτέλεσμα της διπλής ιδιότητας της συγγραφέα ως καθηγήτριας φιλοσοφίας και πεζογράφου. Η εξαιρετική γνώση της βιβλιογραφίας, ελληνικής και ξένης, εγγυάται την αναγνωστική απόλαυση.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3 Απριλίου 2022