Λέων Ναρ – Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο

Η εκτόπιση και η εξόντωση των Εβραίων της ελληνικής επικράτειας έλαβε χώρα από την άνοιξη του ’43 μέχρι το καλοκαίρι του ’44, ως μέρος του ναζιστικού σχεδίου που αφορούσε τη γενοκτονία όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Η επιτυχία του σχεδίου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στην ελληνική περίπτωση, αφού τα ποσοστά εξόντωσης έφτασαν να είναι ανάμεσα στα υψηλότερα της Ευρώπης. Ξημερώματα της 15ης Μαρτίου 1943 ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη ο πρώτος συρμός με προορισμό το στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου.

Ποια ήταν η στάση των χριστιανών Ελλήνων απέναντι στον διωγμό των Εβραίων; Γνωρίζουμε ότι δεν τήρησαν όλοι την ίδια στάση. Ειδικά οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έδειξαν αλληλεγγύη προς τους Εβραίους συμπατριώτες τους. Πολλοί ήταν αυτοί που επωφελήθηκαν μετά την εκτόπιση. Πήραν τα εβραϊκά ακίνητα, λεηλάτησαν περιουσίες και αρνήθηκαν να τα επιστρέψουν όταν ζητήθηκαν από τους λίγους επιζήσαντες. Ο Γιώργος Μαργαρίτης έχει ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα στο βιβλίο του Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Οι Σεφαραδίτες Εβραίοι αποτελούσαν την πολυπληθέστερη και ισχυρότερη κοινότητα της Θεσσαλονίκης επί αιώνες. Το γεγονός όμως ότι μιλούσαν άλλη γλώσσα (τα ισπανοεβραϊκά, τα λαντίνο) και πίστευαν σε άλλη θρησκεία, βασικά στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητας, τους τοποθετούσαν στους «άλλους».

Από την άλλη, την εποχή εκείνη η αλληλεγγύη ήταν δύσκολη υπόθεση. Όποιος πρόσφερε βοήθεια, στην ουσία παρανομούσε και έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του.  Βέβαια, όπως γνωρίζουμε δεν έλειψαν τα άτομα που έσωσαν πάρα πολλούς Εβραίους κρύβοντάς τους. Πρόκειται για τους Έλληνες Δίκαιους των Εθνών.

Όπως μας θυμίζει η Βαρών-Βασάρ, ήταν σημαντική η βοήθεια που πρόσφεραν οι αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ συγκεκριμένα, διασώζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού των κοινοτήτων στη Θεσσαλία το 1944 ή στην Πελοπόννησο όπου είχαν καταφύγει πολλοί Εβραίοι για να κρυφτούν. Επίσης, περίπου 650 νέοι και νέες ελληνοεβραϊκής καταγωγής εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν. Όπως σημειώνεται στον πρόλογο της έκδοσης του βιβλίου του Steven Bowman, «Η αντίσταση των Εβραίων στην Κατοχική Ελλάδα», που εκδόθηκε το 2012, οι Έλληνες Εβραίοι και η Αντίσταση μοιράζονται σ΄ αυτήν την πολυσήμαντη ιστορία μια ιδιαίτερη σχέση: η μία πλευρά της αφορά τη συμμετοχή Εβραίων στις τάξεις των αντιστασιακών οργανώσεων στη μάχη κατά του Φασισμού και του Ναζισμού και η άλλη αφορά τη βοήθεια που προσέφερε η Αντίσταση στους διωκόμενους Εβραίους, χάρις στην οποία πολλοί Έλληνες Εβραίοι γλίτωσαν τον εκτοπισμό και το θάνατο.

Ας ξαναπιάσουμε το νήμα: εκεί όπου οι τοπικές κοινωνίες αντιστάθηκαν ή κινητοποιήθηκαν, οι Εβραίοι διασώθηκαν (σώθηκαν και οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου, μόλις το 50 % στην Αθήνα). Αντίθετα, στις πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη που αδιαφόρησαν, εκεί οι κοινότητες εξολοθρεύτηκαν. Η Θεσσαλονίκη, η «πόλη της εκτόπισης», Αθήνα, η «πόλη της διάσωσης».

Στις 15 Μαρτίου 1945, έφτασε στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος μάρτυρας που γλίτωσε από το Άουσβιτς. Ονομάζεται Λέων Μπατής. “Οι λίγοι Εβραίοι που απόμειναν στην πόλη συγκινήθηκαν βαθιά με την ιδέα πως ίσως μπορούσαν να μάθουν νέα για τους συγγενείς τους. Τον συνάντησαν κατά τις 10 το βράδυ σε ένα καφενείο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τους φάνηκε λιγάκι εξαγριωμένος, είχε ένα ύφος κουρασμένο. Τον ακούν όλοι με ειρωνική δυσπιστία, σκέφτονταν ότι προφανώς είχε χάσει τα λογικά του. Τα αφηγείται όλα στο καφενείο, τον ακούν με φρίκη, στο τέλος κανείς δεν πίστεψε τίποτα…” (Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Η δύσκολη επιστροφή των Εβραίων επιζώντων, Εφημερίδα των Συντακτών).

Χρειάστηκαν τριάντα με σαράντα χρόνια για να αρχίσουν οι πρώτες μαρτυρίες να βλέπουν το φως με τη μορφή ατομικών δημοσιευμάτων. Αλλά και όταν άρχισαν να δημοσιεύονται οι μαρτυρίες, η πρώτη αντίδραση των Ευρωπαίων ήταν η άρνησή τους να ακούσουν και να πιστέψουν. Όπως μας λέει ο ήρωας ενός άλλου βιβλίου, καθώς αφηγείται την επιστροφή του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στη γενέθλια πόλη: «σαν να είχε επιβληθεί κάποιος περίεργος και αόρατος νόμος της σιωπής, που καθιστούσε απαγορευμένη κάθε συζήτηση γύρω απ’ αυτά». Γιατί αυτή η άρνηση; Ίσως γιατί οι περισσότεροι ήξεραν τι είχε συμβεί και γιατί αρκετοί από κάθε χώρα είχαν πάρει ενεργά μέρος σε αυτό το έγκλημα. (Δημήτρης Βλαχοπάνος, Ισαάκ Μιζάν. Αριθμός βραχίονα 182641, σ. 227)

Η διατήρηση της μνήμης αυτού του γεγονότος περιορίστηκε στην ιδιωτική, οικογενειακή σφαίρα. Αλλά ακόμη κι εκεί δημιουργούσε προβλήματα. Ταυτόχρονα, η μνήμη αυτού του γεγονότος συνοδευόταν από την ενοχή της επιβίωσης: «κι ήταν στιγμές που μας έζωναν οι ενοχές γιατί επιβιώσαμε εμείς οι ελάχιστοι τυχεροί και χαθήκανε οι άλλοι: γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια και φίλοι» (ό. π., σ. 241).

Χρειάστηκε να περάσει χρόνος για να αρχίσουν οι μάρτυρες να μιλούν για την εμπειρία του εγκλεισμού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για τους περισσότερους οι πρώτες δεκαετίες ήταν αναγκαίες για να λησμονήσουν. Οι επιζώντες έπρεπε πρώτα να ξεχάσουν για να μπορέσουν να ξαναβρούν το νήμα της ζωής. Γραφή ή ζωή, είναι ο τίτλος του εξαίρετου βιβλίου του Χόρχε Σεμπρούν που μιλά ακριβώς για την ανάγκη της λήθης μετά την επιστροφή από τα στρατόπεδα: ήταν ζήτημα επιβίωσης. Η πρωταρχική ανάγκη ήταν να μάθει ξανά να ζει κανείς στη φυσιολογική κοινωνία.

Τα βιβλία που έχουν γραφτεί ανήκουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) βιβλία που ανήκουν στη στρατοπεδική λογοτεχνία. Εδώ με τον όρο αυτό εννοούμε τις μαρτυρίες των επιζώντων από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης καθώς και τα λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στην τραυματική εμπειρία της εκτόπισης στα εν λόγω στρατόπεδα.

β) βιβλία ιστορικά / μελέτες που αναδεικνύουν βασικές πτυχές της εβραϊκής γενοκτονίας όπως είναι: η απώθηση του τραυματικού παρελθόντος, ο αντισημιτισμός, η ανοχή, η συνέργεια και ο ελληνικός δωσιλογισμός, η χριστιανική αλληλεγγύη και η αντιφασιστική Αντίσταση, η επώδυνη επιστροφή των επιζώντων, η σχετικοποίηση του Ολοκαυτώματος και ο ιστορικός αναθεωρητισμός.

Το βιβλίο του Λέοντα Ναρ επικεντρώνεται στην επιστροφή των επιζώντων του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, σ’ αυτή τη «μετέωρη» επιστροφή όπως αναφέρει ο τίτλος της μελέτης. Ποιοι επέζησαν του διωγμού και επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη; Όσοι κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και όσοι επέστρεψαν από την Αντίσταση και από τα μέρη όπου κρύβονταν, χάρη στην αλληλεγγύη ορισμένων.

Γι’ αυτούς που επιβίωσαν και επέστρεψαν στους γενέθλιους τόπους το τέλος του πολέμου δεν σήμαινε και το τέλος των δεινών τους. Ορθά, επομένως, υποστηρίζει η Δρουμπούκη ότι η επιστροφή και η επανένταξη υπήρξε αντίστοιχη με τον αποκλεισμό της εμπειρίας των Εβραίων από την εθνική ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επαναπατρισθέντες καταγράφονταν στην «Υπηρεσία Αλλοδαπών». Πώς μπόρεσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από το μηδέν χωρίς σπίτια και περιουσία; «Ζωή από το μηδέν» ονομάζει ο Στράτος Δορδανάς το προλογικό σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση. Όσοι επέστρεψαν ήρθαν αντιμέτωποι με έναν νέο ξεριζωμό.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1944, συνεδριάζει για πρώτη φορά η νέα διοικούσα επιτροπή της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Διεκδικεί: να στεγαστούν οι άστεγοι / να τους δοθούν τα στοιχειώδη μέσα: ρούχα, παπούτσια, κλινοσκεπάσματα, δωρεάν φάρμακα και φαγητό (συσσίτιο) / να αποδοθούν τα μαγαζιά στους ιδιοκτήτες τους / να εκκενωθούν οι Συναγωγές (η συναγωγή Μπουρλά είχε γίνει ταβέρνα) / να βρεθεί χώρος για τον νεκροταφείο της Κοινότητας / να επανακτήσουν τα κοινοτικά ακίνητα / να τους δοθούν πίσω τα φιλανθρωπικά ιδρύματα για την περισυλλογή και περίθαλψη των άπορων / οικονομική ενίσχυση από την ελληνική κυβέρνηση / την επαναλειτουργία των κοινοτικών θεσμών με βάση την προπολεμική διοικητική δομή / την κατάργηση του αντισημιτικού Ν. 205/1943.

Η στάση των κρατικών φορέων κυμαίνεται από την αδράνεια, την αδιαφορία, την κωλυσιεργία μέχρι την εχθρότητα. Ο Διευθυντής της Κ.Υ.Δ.Ι.Π. (Κεντρική Υπηρεσία Εκκαθαρίσεως και Αποδόσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών) διαπιστώνει ότι “δέκα μήνες μετά από την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Ισραηλίτες Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είχαν υποστεί τον πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά διωγμό δεν κατέστη δυνατόν να αναλάβουν την περιουσία που τους ανήκε και την οποία στερήθηκαν κατ’ ακολουθία γερμανικών διαταγών και νόμων ελληνικών, οι οποίοι δεν έπρεπε να υφίστανται ακόμη” (σ. 64). Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, μετά από ένα εξάμηνο ελεύθερου βίου, το 90 % περίπου των Ισραηλιτών δεν είχε αποκατασταθεί. Η ανοχή απέναντι στους μεσεγγυούχους, σε όσους δηλαδή δόθηκαν οι περιουσίες των μελών της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης με τον Ν. 205/43, αποτελεί ένα ηθικό και νομικό ζήτημα και τον βαρύνοντα ρόλο έπαιξε η «αμαρτωλή» Υ.Δ.Ι.Π. (Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλίτικης Περιουσίας), η οποία συστάθηκε το 1943 (σ. 69).

Η μελέτη του Ναρ, που βασίζεται στην αξιοποίηση πλούσιου ανέκδοτου αρχειακού υλικού, δείχνει, δυστυχώς, πως η επιστροφή των Εβραίων στην πατρίδα, στη Σαλονίκη, αποδείχτηκε εξίσου τραυματική με την ανελέητη καταδίωξή τους. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που πολλοί Θεσσαλονικείς Εβραίοι μετανάστευσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κυρίως στις Η.Π.Α. και στο Ισραήλ. Η απώλεια τόσων ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου και η φυγή όσων προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους αλλά δεν τα κατάφεραν, καθώς έμειναν αβοήθητοι από το ελληνικό κράτος, άλλαξε για πάντα τη φυσιογνωμία της πόλης. Μιας πόλης που καλείται, έστω και δεκαετίες μετά, να συμφιλιωθεί με την ιστορία της, αναγνωρίζοντας το ένοχο παρελθόν της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.