Στην τρέλα
Τι είναι η τρέλα; Θεραπεύεται; Γιατί ασθενούν κυρίως οι φτωχοί;
Η Τζόυ Σαρμάν επισκέπτεται κάθε Τετάρτη και για έναν ολόκληρο χρόνο ένα δημόσιο ψυχιατρείο και συναντά ασθενείς και νοσηλευτικό προσωπικό. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ασθενών αναρωτιέται τι είναι η τρέλα και πώς φτάνει κανείς σε αυτήν. Στο κρίσιμο ερώτημα εάν θεραπεύεται, ένας γιατρός απαντά πως «δεν θεραπεύουμε την τρέλα, οριακά ίσως την οδύνη, πως κατευνάζουμε τα συμπτώματά της, πως θέτουμε υπό έλεγχο τις ψευδαισθήσεις και τις διαταραχές της συμπεριφοράς με μερικές ουσίες, πως δεν θεραπεύουμε ποτέ τους πολύ τρελούς τρελούς μα πως μπορούμε πάντα να βρισκόμαστε κάπου τριγύρω […] πως η ψυχιατρική δεν είναι επιστήμη αλλά μαστορέματα μάλλον».
Για την Αντριέν, εργαζόμενη στο ψυχιατρείο, «η τρέλα είναι όπως το να βρεθείς στον δρόμο, δεν συμβαίνει στον καθένα. Και οι πλούσιοι αρρωσταίνουν, βεβαίως, αλλά δεν τους βλέπουμε και τόσο συχνά, οι οικογένειές τους τούς στέλνουν σε κάποιον εξωτερικό ψυχίατρο τρεις φορές την εβδομάδα, σε ιδιωτικές κλινικές, σε διάφορες θεραπείες, τους προστατεύουν, ορθώνουν γύρω τους ένα τείχος» (σ. 91). Αυτή η ταξική διάσταση υπάρχει και στον τρόπο λειτουργίας του ψυχιατρείου. Σύμφωνα με την Αντριέν στην «κορυφή βρίσκονται οι αστοί γιατροί, που δεν ακούνε τη βάση, που βλέπουν αφ’ υψηλού την εργατική τάξη των υπεύθυνων νοσοκομειακών υπηρεσιών και των βοηθών νοσηλευτών, όπως και αυτή των εγκλείστων. Και, στη μέση, στέκεται αδέξια, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, η μεσαία τάξη των νοσοκόμων, αναποφάσιστη, άστατη, άλλοτε σύμμαχος της άρχουσας τάξης, άλλοτε θύμα της» (σ. 92).
Η συγγραφέας αναφέρεται, ακόμη, στα αδιέξοδα της σύγχρονης ψυχιατρικής, η οποία μοιάζει να εγκαταλείφθηκε από την κρατική πολιτική και περιορίζεται στη χορήγηση ολοένα και περισσότερης χημείας στους ασθενείς και όχι στην αποϊδρυματοποίηση τους.