Το χρέος της μνήμης – Η ομιλία μου για το βιβλίο του Δημήτρη Βλαχοπάνου (23.10.17)
Η γενοκτονία των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς είναι αναμφισβήτητα ένα γεγονός που σημάδεψε την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα. Η γενοκτονία αφορούσε τόσο αυτούς που την πραγματοποίησαν όσο και αυτούς που επέτρεψαν να συμβεί. Θα έπρεπε επίσης να αφορά όλους τους πολίτες των χωρών που θέλουν να λέγονται δημοκρατικές. Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει η Βαρών-Βασάρ, η εβραϊκή γενοκτονία δεν σημάδεψε μόνο την ιστορία: σημάδεψε βαθύτατα και τη συνείδηση του μεταπολεμικού ανθρώπου και έθραυσε το αίσθημα ότι ο σύγχρονος άνθρωπος ανήκε σε μια κοινή ιστορία και κουλτούρα (Βαρών-Βασάρ, Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης, σσ. 41, 59)
Οι Εβραίοι της Ευρώπης αιώνες τώρα υπέφεραν από τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις. Ο Εβραίος υπήρξε πάντοτε ο “εντόπιος ξένος”, σύμφωνα με την ανάλυση της Αμπατζοπούλου, η “παρουσία του οποίου ξένιζε τη χριστιανική πλειοψηφία πριν από τα νεώτερα χρόνια και δεν χωρούσε στο εθνικό σχέδιο μετά τη γένεση των εθνικών κρατών” (Γουλής, Η σιωπή της Ρουθ και η φωνή της Ρεβέκκας: εικόνες Εβραίων και απόηχοι της Shoah στην ελληνική λογοτεχνία για παιδιά και νέους). Παρόλα αυτά, η εκτόπιση και εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένας ακόμη κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα των συμφορών του εβραϊκού λαού αλλά είναι άρρηκτα δεμένη με τη ναζιστική Κατοχή, γεννήθηκε από την ναζιστική ιδεολογία και πρέπει να εξετάζεται στα πραγματικά της ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα.
Η εκτόπιση και η εξόντωση των Εβραίων της ελληνικής επικράτειας έλαβε χώρα από την άνοιξη του ’43 μέχρι το καλοκαίρι του ’44, ως μέρος του ναζιστικού σχεδίου που αφορούσε τη γενοκτονία όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Η επιτυχία του σχεδίου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στην ελληνική περίπτωση, αφού τα ποσοστά εξόντωσης έφτασαν να είναι ανάμεσα στα υψηλότερα της Ευρώπης.
Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Βλαχοπάνου αναδεικνύει βασικές πτυχές του ιστορικού, κοινωνιολογικού και φιλοσοφικού προβληματισμού γύρω από την εβραϊκή γενοκτονία όπως είναι: η απώθηση του τραυματικού παρελθόντος, η ιστορική μνήμη, η διαλεκτική λήθης και μνήμης στον λόγο των μαρτύρων, ο αντισημιτισμός, η ανοχή, η συνέργεια και ο ελληνικός δωσιλογισμός, η χριστιανική αλληλεγγύη και η αντιφασιστική Αντίσταση, η επώδυνη επιστροφή των επιζώντων, η σχετικοποίηση του Ολοκαυτώματος και ο ιστορικός αναθεωρητισμός. Στην ομιλία μου θα σταθώ σε κάποιες από αυτές τις πτυχές του προβληματισμού.
Το βιβλίο του Δημήτρη Βλαχοπάνου εντάσσεται στη λεγόμενη στρατοπεδική λογοτεχνία. Ο όρος «στρατοπεδική λογοτεχνία», δόκιμος εδώ και μερικές δεκαετίες, περιλαμβάνει τις μαρτυρίες των επιζώντων από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης καθώς και τα λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στην τραυματική εμπειρία της εκτόπισης στα εν λόγω στρατόπεδα. Ο συγγραφέας στηρίχτηκε στην προφορική μαρτυρία του Ισαάκ Μιζάν, του τελευταίου επιζώντα Εβραίου της Άρτας, για να αφηγηθεί τη στιγμή που το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με το απόλυτο κακό.
Και το παράδοξο είναι ότι το απόλυτο κακό, όπως τονίζει ο Jean Améry, o κατά κόσμον Hans Maier, διασωθείς και αυτόχειρας, «δεν συνέβη σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα ούτε ως άμεσο επακόλουθο ενός τυραννικού καθεστώτος ούτε και στο πλαίσιο μιας επανάστασης η οποία δίνει αιματηρές μάχες από την αγωνία για τη θεμελίωσή της». Συνέβη «στις τάξεις του γερμανικού έθνους, ενός έθνους υψηλής νοημοσύνης, βιομηχανικής αξιοσύνης και απαράμιλλου πολιτισμικού πλούτου-ενός έθνους «ποιητών και στοχαστών» (Jean Améry, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, σσ. 10, 12).
Η αξία της μαρτυρίας του Ισαάκ Μιζάν, όπως και κάθε επιζήσαντα των στρατοπέδων, είναι μεγάλη επειδή αποτελεί το κύριο μέσο διατήρησης αυτού του ακραίου γεγονότος στη συλλογική μνήμη. Οι επιζώντες από τη μια περιγράφουν τις συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την πείνα, το κρύο, τον φόβο, την προσπάθεια να προσαρμοστούν σε αυτή την ακραία κατάσταση και να δώσουν ένα νόημα στη νέα τους ζωή όσο τρομακτική κι αν είναι. Από την άλλη, οι επιζώντες «μιλούν και γι’ αυτό που τα έγγραφα αποσιωπούν: τους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια, την πιο ακραία δηλαδή έκφραση του απάνθρωπου» (Βαρών-Βασάρ, ό. π., σ. 88). Με αυτόν τον τρόπο, ο επιζών μάρτυρας, φορέας τραυματικής μνήμης, συμβάλλει στην εξιστόρηση του παρελθόντος αποκαλύπτοντας αθέατες όψεις του (Κόκκινος Γ. et al., Τα συγκρουσιακά θέματα στη διδασκαλία της Ιστορίας, σσ. 14-34, 2010. Αναφέρεται στη Βαρών-Βασάρ, ό. π., σ. 45).
Ποια είναι η πρόθεση της μαρτυρίας; Γράφει ο ίδιος ο Λέβι: «πρόθεσή μου είναι η καταγγελία, όχι με σκοπό τα αντίποινα, την εκδίκηση ή την τιμωρία, αλλά η καταγγελία μέσω της μαρτυρίας» (Το καθήκον της μνήμης, σ. 23).
Και η αξιοπιστία της μαρτυρίας; Ο Ντεριντά σχολιάζοντας τους στίχους του Πάουλ Τσέλαν: «κανένας / δεν μαρτυρεί για / τον μάρτυρα» αναφέρεται στη γενοκτονία και τις σχετικές μαρτυρίες. Λέει λοιπόν: «Η μαρτυρία δεν είναι απόδειξη. […] ‘Μαρτυρώ’ δεν θέλει να πει ‘αποδεικνύω’, αλλά ορκίζομαι πως είδα, άκουσα, άγγιξα, αισθάνθηκα, με μια λέξη ήμουν παρών […] πως μολονότι εσείς οι ίδιοι οι αποδέκτες μου δεν έχετε πρόσβαση σ’ αυτό, οφείλετε να με πιστέψετε, γιατί δεσμεύομαι να σας πω την αλήθεια, είμαι ήδη δεσμευμένος, σας λέω ότι σας λέω την αλήθεια. Οφείλετε να με πιστέψετε». (Jacques Derrida, Μαρτυρία και μετάφραση, σ. 32). Αλίμονο στην κοινωνία μας, σημειώνει αλλού ο Ντεριντά, αν δεν πιστέψει τους μάρτυρες.
Όλη η προφορική ιστορία στηρίζεται σε μαρτυρίες: οι μαρτυρίες αυτές καλούνται ακριβώς να καλύψουν τα τρομερά κενά σε γραπτές πηγές προκειμένου να γραφεί η ιστορία καταπιεσμένων κοινωνικά ομάδων. Πρέπει εδώ να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί καθώς η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας μάς πάει σε περίεργα μονοπάτια, σε αυτά του αναθεωρητισμού, της θεωρίας δηλαδή που αμφισβητεί τη σχεδιασμένη και συστηματική εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί. Και όπως είπε ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας Πιερ Βιντάλ-Νακέ που έχασε τους γονείς του στο Άουσβιτς: «μπορούμε, και πρέπει να μιλούμε για τους ‘αναθεωρητές’ […] δεν κάνουμε διάλογο με τους αναθεωρητές» (Βαρών-Βασάρ, ό. π., σ. 146).
Στη χώρα μας, οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις της εβραϊκής γενοκτονίας, απόρροια του ελληνικού αντισημιτισμού, έχουν δυστυχώς υιοθετηθεί από ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, όπως δείχνει μια ενδιαφέρουσα μεταπτυχιακή εργασία με θέμα «Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων στο διαδίκτυο» (μπορείτε να τη βρείτε στο διαδίκτυο). Οι αναθεωρητές συσχετίζουν τον ναζισμό με τον σταλινισμό ή συγκρίνουν το Ολοκαύτωμα με άλλα ιστορικά γεγονότα, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων από τον τουρκικό εθνικισμό. Αυτή η σύγκριση με άλλα ιστορικά γεγονότα έχει ως αποτέλεσμα την σχετικοποίηση των εγκλημάτων των ναζιστών κατά των Εβραίων, την αναίρεση της μοναδικότητας του ναζισμού και του Ολοκαυτώματος και την απoενοχοποίηση των πολιτικών που εφάρμοσαν οι ναζί. Άλλοτε σχετικοποιείται, δηλαδή υποβαθμίζεται το Ολοκαύτωμα όταν ταυτίζεται με άλλα ναζιστικά εγκλήματα, όπως οι κατοχικές σφαγές στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στην Κλεισούρα ή στο Κομμένο της Άρτας.
Οι αναθεωρητές, προσεγγίζοντας την ιστορία από τη σκοπιά των θυτών, συχνά επικαλούνται την αντικειμενικότητα στην ιστορική προσέγγιση. Πιστεύω πως σε φαινόμενα όπως το Άουσβιτς ο ιστορικός και ο κάθε μελετητής δεν μπορεί να είναι ουδέτερος, ούτε να προσπαθεί απλώς να κατανοήσει. Καλείται να πάρει θέση και να δηλώσει εξαρχής από ποια σκοπιά θα αφηγηθεί την ιστορία (Βαρών-Βασάρ, ό. π., σσ. 35-36).
Ας επιστρέψουμε στους μάρτυρες. Τα πράγματα γι’ αυτούς δεν ήταν απλά. Χρειάστηκε να περάσει χρόνος για να αρχίσουν οι μάρτυρες να μιλούν για την εμπειρία του εγκλεισμού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για τους περισσότερους οι πρώτες δεκαετίες ήταν αναγκαίες για να λησμονήσουν. Οι επιζώντες έπρεπε πρώτα να ξεχάσουν για να μπορέσουν να ξαναβρούν το νήμα της ζωής. Γραφή ή ζωή, είναι ο τίτλος του εξαίρετου βιβλίου του Χόρχε Σεμπρούν που μιλά ακριβώς για την ανάγκη της λήθης μετά την επιστροφή από τα στρατόπεδα: ήταν ζήτημα επιβίωσης. Η πρωταρχική ανάγκη ήταν να μάθει ξανά να ζει κανείς στη φυσιολογική κοινωνία. Η ανάγκη της αφήγησης θα αναδυθεί για τους περισσότερους μάρτυρες πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου που θα καταστήσει τη γραφή μια απελευθερωτική διαδικασία.
Αλλά συνέβη και κάτι άλλο: η γραφή ενήργησε ενάντια στη λήθη, με άλλα λόγια η γραφή συντήρησε τη μνήμη. Λέει ο Ιταλοεβραίος Πρίμο Λέβι σε μια συνέντευξη που έδωσε τη δεκ. του 80 και περιλαμβάνεται στο μικρό βιβλίο Το καθήκον της μνήμης: «έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια και θυμάμαι τα γεγονότα μέσα απ’ ό,τι έχω γράψει, τα γεγονότα που έγραψα λειτουργούν σαν τεχνητή μνήμη» (σ. 22).
Όταν οι μαρτυρίες έρχονταν πολύ νωρίς, δεν γίνονταν πιστευτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρώτο βιβλίο του Πρίμο Λέβι, το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος. Όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1947 το βιβλίο δεν είχε απήχηση. Μόνο το 1957, που θα δεχτεί να το εκδώσει ο εκδοτικός οίκος Einaudi, το έργο θα αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό και θα αρχίσουν και οι μεταφράσεις του.
Γενικότερα, όμως, χρειάστηκαν τριάντα με σαράντα χρόνια για να αρχίσουν οι πρώτες μαρτυρίες να βλέπουν το φως με τη μορφή ατομικών δημοσιευμάτων. Αλλά και όταν άρχισαν να δημοσιεύονται οι μαρτυρίες, η πρώτη αντίδραση των Ευρωπαίων ήταν η άρνησή τους να ακούσουν και να πιστέψουν. Όπως μας λέει ο Ισαάκ Μιζάν στο κεφάλαιο που αφηγείται την επιστροφή του στη γενέθλια πόλη (σ. 227): «Μα δεν ξέρω πώς και γιατί, όπου κι αν πήγαινα, πουθενά δε γινόταν λόγος για τα στρατόπεδα των αιχμαλώτων και τη γενοκτονία των Εβραίων. […] σαν να είχε επιβληθεί κάποιος περίεργος και αόρατος νόμος της σιωπής, που καθιστούσε απαγορευμένη κάθε συζήτηση γύρω απ’ αυτά».
Γιατί αυτή η άρνηση; Ίσως γιατί οι περισσότεροι ήξεραν τι είχε συμβεί και γιατί αρκετοί από κάθε χώρα είχαν πάρει ενεργά μέρος σε αυτό το έγκλημα. Σχολιάζει ο Ισαάκ Μιζάν: «κάποιοι διάβηκαν πολύ γρήγορα την πόρτα που άνοιξαν οι Γερμανοί για να διαγουμίσουν το δικό μας βιος. Άλλοι σιώπησαν τηρώντας στάση αναμονής. Αλλά καμιά φορά η σιωπή, η ανοχή, η αμηχανία είναι συνώνυμα της συν-ευθύνης και τη συν-αυτουργίας. Πώς βαστά η καρδιά σου να νίπτεις τας χείρας σου όταν ο διπλανός σου, ο αδύναμος και ανυπεράσπιστος συνάνθρωπός σου δέρνεται, βασανίζεται, εξευτελίζεται και βυθίζεται ύστερα στην απέραντη δυστυχία οδηγημένος στην ατίμωση και στα κρεματόρια;» (σ. 243).
Πόσος χρόνος χρειάστηκε αλήθεια να περάσει για να μπορέσουμε να ακούσουμε την «ανυπόφορη αλήθεια»; Η ιστορία των Ελλήνων Εβραίων (τα όσα υπέστησαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής θηριωδίας) δεν εγγράφηκε εύκολα στη συλλογική συνείδηση και στη συλλογική (ιστορική) μνήμη της νεοελληνικής κοινωνίας. Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να αρχίσουν να ασχολούνται οι ιστορικοί. Η καθυστέρηση αυτή δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα.
Αυτό που χαρακτηρίζει την ιστορική συνείδηση του δυτικού κόσμου τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είναι η απώθηση της τραυματικής μνήμης του Ολοκαυτώματος, η συλλογική αμνησία. Μέχρι τις αρχές του ’70 οι κοινωνίες αρνιόντουσαν να το αντιμετωπίσουν και να το επεξεργαστούν από φόβο μήπως κλονίσουν εγκαθιδρυμένες ισορροπίες και θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή (Κόκκινος & Μαυροσκούφης, «Τα τραυματικά θέματα της Ιστορίας», Πολίτης, 4195, σ. 20, 2010). Οι “διαχειριστές της μνήμης των ναζιστικών εγκλημάτων έδιναν προτεραιότητα στα θύματα της αντίστασης ενάντια στον φασισμό και όχι σε εκείνα του φυλετικού διωγμού” (Αμπατζοπούλου, Ο άλλος εν διωγμώ: η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία, 1998), ενώ το θέμα δεν απασχόλησε ποτέ σοβαρά τους Ευρωπαίους διανοούμενους. Εξαίρεση ο Ζαν Πολ Σαρτρ.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα μεταπολεμικά: επικράτησε η απουσία της μνήμης της εβραϊκής γενοκτονίας και η άρνηση της ελληνικής δημόσιας σφαίρας να ενσωματώσει το Ολοκαύτωμα στη δική της τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η διατήρηση της μνήμης αυτού του γεγονότος περιορίστηκε στην ιδιωτική, οικογενειακή σφαίρα. Αλλά ακόμη κι εκεί δημιουργούσε προβλήματα. Όπως αφηγείται ο Ισαάκ Μιζάν, «και θάψαμε μέσα μας την ιστορία μας. Τόσο βαθιά μάλιστα που κατέληξε για ένα μεγάλο διάστημα να μοιάζει σαν να μην τη ζήσαμε αληθινά ή σαν να μην ήταν δική μας. Δεν θέλαμε να την αφηγούμαστε ούτε στα παιδιά μας ακόμη, για να μην πληγώνονται με την κόλαση που πέρασαν οι γονείς τους» (σ. 228). Ταυτόχρονα, η μνήμη αυτού του γεγονότος συνοδευόταν από την ενοχή της επιβίωσης: «κι ήταν στιγμές που μας έζωναν οι ενοχές γιατί επιβιώσαμε εμείς οι ελάχιστοι τυχεροί και χαθήκανε οι άλλοι: γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια και φίλοι» (σ. 241).
Κι αυτοί που επιβίωσαν και επέστρεψαν στους γενέθλιους τόπους βρήκαν άλλου είδους δυσκολίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επαναπατρισθέντες καταγράφονταν στην «Υπηρεσία Αλλοδαπών». Πώς μπόρεσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από το μηδέν χωρίς σπίτια και περιουσία; Λέει ο ήρωας του βιβλίου: «χωρίς συναγωγή, σχολείο, κοιμητήριο … δεν είχαμε μέλλον» (σ. 229).
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα μας βοηθά να μην ξεχάσουμε. Και αυτή είναι η μέγιστη αξία του. Η τραυματική μνήμη του Ολοκαυτώματος έχει δύο τύπους σύμφωνα με την ανάλυση του Τοντόροφ, την κυριολεκτική μνήμη και την παραδειγματική μνήμη. «Ως κυριολεκτική χαρακτηρίζει τη μνήμη που δε μπορεί και δε θέλει να ξεκολλήσει από το συγκεκριμένο τραυματικό γεγονός, αλλά το μηρυκάζει συνεχώς, ανανεώνοντας το τραύμα. Επειδή δεν μπορεί να ξεπεράσει το παλιό γεγονός, υποτάσσει, τελικά, το παρόν στο παρελθόν. Μια τέτοια μνήμη καθίσταται επικίνδυνη, καθώς ενδέχεται να γεννήσει νέους φανατισμούς. Αντίθετα, η παραδειγματική μνήμη, με αφετηρία το συγκεκριμένο γεγονός, μπορεί να μας οδηγήσει σε γενικότερα διδάγματα και να κατανοήσει κριτικά και άλλα γεγονότα. Αυτή μας επιτρέπει να δούμε το παρελθόν από τη σκοπιά του παρόντος, να μεταχειριστούμε τα μαθήματα αδικιών που υποστήκαμε, για να αντιπαλέψουμε τις αδικίες που συμβαίνουν σήμερα, να αφήσουμε τον εαυτό και να πάμε προς τον άλλο. Ως αποτέλεσμα, η παραδειγματική μνήμη καθίσταται απελευθερωτική για τα άτομα και τις κοινωνίες. Παράλληλα, είναι ο μόνος τρόπος να ενδιαφερθούν για το ζήτημα και να αισθανθούν ότι τους αφορά, άτομα και κοινωνίες που κατ’ αρχήν δεν θεωρούσαν ότι έχουν λόγο να τους αγγίζει αυτό το θέμα ή ήταν ίσως και αρνητικά διακείμενοι» (Ελευθερίου Πολυξένη, μεταπτ. εργασία: Η δημόσια ιστορία ως συγκρουσιακό θέμα. Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων στο διαδίκτυο, σ. 46).
Ακόμη, όπως ορθά υποστηρίζει η Βαρών-Βασάρ, για να μην ατονήσει η μνήμη και να αφορά όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και κοινωνίες, δε πρέπει να συρρικνώνεται στην έννοια του πένθους ενός μόνο λαού. Η μνήμη πρέπει να αναχθεί σε συμβολική μνήμη ενάντια σε κάθε προκατάληψη, κάθε ξενοφοβία, κάθε ρατσισμό.
Το Ολοκαύτωμα στην ιστορική συνείδηση του Δυτικού κόσμου προσεγγίζεται πλέον, με το πρίσμα του «καθήκοντος μνήμης» («δεν ξεχνώ»), ενός τρόπου επίγνωσης της ενοχής ή αλλιώς, ενός ηθικού χρέους προς τους νεκρούς. Ο Paul Ricoeur προσδιορίζει τον όρο ως «την ηθική υποχρέωση να αποδίδεις δικαιοσύνη σε κάποιον άλλο και όχι στον εαυτό σου με την επίκληση της μνήμης». Έτσι, οι επόμενες γενεές καλούνται όχι μόνο να θυμούνται, αλλά και να εκπληρώνουν ένα ηθικό χρέος έναντι των προηγούμενων γενεών και κυρίως έναντι των θυμάτων (μεταπτ. εργ. σ. 44).
Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο του με τα εξής λόγια: «Δυστυχώς και σήμερα ο κόσμος κλυδωνίζεται τσαλακωμένος και πνιγμένος στους ταραγμένους ωκεανούς της φρίκης και του εγκλήματος. Μοιρασμένος και σήμερα ο κόσμος σε πολλά στρατόπεδα. Και το μίσος, λες και κληρονομήθηκε από τη μια στην άλλη γενιά, ξεχύνεται ασυγκράτητο στις ανθρώπινες μάζες και δηλητηριάζει θανάσιμα τις ψυχές εκατομμυρίων ανυποψίαστων και αστόχαστων οπαδών του ενός ή του άλλου δόγματος, της μιας ή της άλλης ιδεολογίας. Και ο ναζισμός ξανά στο προσκήνιο. Σαν να μην έγινε τίποτε πριν εβδομήντα χρόνια» (σ. 248).
Η γνώση του Άουσβιτς πρέπει να ευαισθητοποιεί τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να προσλαμβάνουν τις σύγχρονες όψεις του φασισμού, γιατί, όπως είπε ο αυτόχειρας Λέβι, «κάθε εποχή έχει τον δικό της φασισμό», Ας προσπαθήσουμε η εκπαίδευση και η πνευματική καλλιέργεια να ορθώσει ένα φράγμα απέναντι στη βαρβαρότητά του.