Το άχθος της μνήμης-Για το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού “Λίγες και μία νύχτες”
Ο Ισίδωρος Ζουργός, αυθεντικός εκπρόσωπος της πλούσιας πεζογραφικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, κινούμενος στο μεταίχμιο μυθοπλασίας και ιστορίας επιχειρεί για μια ακόμη φορά με το βιβλίο του Λίγες και μία νύχτες, το όγδοο μυθιστόρημά του, να κατανοήσει τον ανθρώπινο βίο, την ανθρώπινη συνθήκη. Βέβαια ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά τις δυσκολίες και τους περιορισμούς του εγχειρήματος αυτού καθώς, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του προηγούμενου βιβλίου του Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, «ακόμη και το μυθιστόρημα αδυνατεί να αναπαραστήσει τον ανθρώπινο βίο στην ολότητά του». Αυτό στο οποίο αρκείται τελικά ένας συγγραφέας είναι να αναδείξει «σκηνές μόνο από τη διάρκεια μιας ζωής».
Η επιθυμία του συγγραφέα να κατανοήσει, έστω και με τους παραπάνω περιορισμούς, την πραγματικότητα, τον συντάσσει με αυτό που έχει πει ο Κούντερα: «το μυθιστόρημα δεν είναι μια εξομολόγηση του συγγραφέα αλλά μια εξερεύνηση του τι είναι η ανθρώπινη ζωή μέσα στην παγίδα που έχει γίνει ο κόσμος» [1].
Παγιδευμένος λοιπόν ο βασικός ήρωας του βιβλίου στις συμπληγάδες της ζωής έχοντας ως βασικό σκοπό την κοινωνική ανέλιξη και την αναζήτηση της ευτυχίας με κάθε τρόπο. Ο συγγραφέας, αντλώντας το υλικό του από το πηγάδι της βιωματικής μνήμης και από το ιστορικό παρελθόν της πόλης της Θεσσαλονίκης, παρακολουθεί την προσωπική περιπέτεια του Λευτέρη Ζεύγου, στη διάρκεια εβδομήντα χρόνων ζωής, από το 1909 που είναι έντεκα ετών έως το καλοκαίρι του 1979, που ο ήρωας ακούει την εξιστόρηση της δικής του ζωής μέσα από τα μάτια του Ορέστη, ενός νεαρού συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα ξεκινά τον Απρίλη του 1909 όταν ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β’ φτάνει στη Θεσσαλονίκη εξόριστος και ζει απομονωμένος στη βίλα Αλλατίνι. Τότε είναι που ο Λευτέρης Ζεύγος, γιος του κηπουρού της έπαυλης και εφημεριδοπώλης, ερωτεύεται τη Μίρζα, κόρη του χρηματιστή Αλπερέν Μπέη, εξισλαμισμένου Εβραίου και συμβούλου του σουλτάνου. Διωγμένος από τον πατέρα της Μίρζας, ο Λευτέρης ξεκινά μια περιπλάνηση σε διαφορετικούς τόπους της ευρωπαϊκής ηπείρου μέχρι να επιστρέψει και πάλι πίσω στη γενέθλια πόλη με άλλο όνομα.
Παράλληλα με την αφήγηση της περιπετειώδους ζωής του βασικού ήρωα και των προσώπων που κινούνται γύρω από αυτόν παρακολουθούμε το πέρασμα της Ιστορίας. Η συγγραφική δεινότητα του Ζουργού έγκειται αφενός στη δημιουργική αφομοίωση των ιστορικών γεγονότων στη λογοτεχνική αφήγηση και αφετέρου στην ανασύσταση της ατμόσφαιρας μιας ολόκληρης εποχής. Διαβάζοντας τα βιβλία του Ζουργού απολαμβάνει κανείς και ταυτόχρονα κατακτά αυτό που ο Βρετανός κριτικός της λογοτεχνίας και θεωρητικός της κουλτούρας Raymond Williams ονόμασε δομή της αίσθησης (structure of feeling) [2]. Η έννοια αυτή συμπυκνώνει τη γνώση αλλά πιο πολύ την αισθαντική πρόσληψη από τον αναγνώστη του κλίματος της εποχής που περιγράφεται. Αυτό το πετυχαίνει ο συγγραφέας μέσω των λεπτομερειών εκείνων και των ασήμαντων με μια πρώτη ματιά πληροφοριών που φωτίζουν πρόσωπα, συμπεριφορές και καταστάσεις. Πρόκειται για στοιχεία που δεν θα βρούμε στις καλύτερες ιστορικές πραγματείες και που συνιστούν τη μεγάλη δύναμη της λογοτεχνίας.
Για παράδειγμα, ηπυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917 παρουσιάζεται ως «θεϊκή τιμωρία γι’ αυτούς που έκαναν μαύρη αγορά και πλούτιζαν στις πλάτες του κοσμάκη» (σ. 119). Και όταν γίνεται αναφορά στην ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, που ακολούθησε τη μικρασιατική καταστροφή, και στους χιλιάδες πρόσφυγες που έχουν έρθει στη Θεσσαλονίκη και ζουν μέσα στη φτώχεια 0 αφηγητής σχολιάζει: «ο κοσμάκης κοιμόταν στους δρόμους, στις εκκλησίες, στα δημόσια κτίρια. Να φανταστείς ότι το ίδιο το Δημοτικό Θέατρο γέμισε πάνω στα βελούδα κουβέρτες και άπλυτα. Οι γυναίκες, μάνες οι πιο πολλές, πορνεύονταν για έναν τέντζερη γάλα κι ένα καρβέλι ψωμί» (σ. 324). Πράγματα που ενοχλούν και όμως συνέβησαν.
Και οι συνέπειες του ερχομού των προσφύγων; Κάποιοι έχασαν. Λέει ένας ήρωας: «Έμεινα άνεργος μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες σ’ όλη την πόλη να ζητιανεύουν ψωμί και να μένουν σαν τα πρόβατα όλοι μαζί στις εκκλησιές. Ξέρεις πόσο πέσαν τα μεροκάματα το 22; ….. εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, εγώ και καμπόσοι άλλοι φτύσαμε το γάλα της μάνας μας» (σ. 354). Αλλά κάποιοι άλλοι κέρδισαν. Αλλού: «Είναι αλήθεια ότι τις επιχειρήσεις το προσφυγικό τις βοήθησε. Πού θα βρίσκαμε τόσους άνδρες και γυναίκες να ξέρουν τη δουλειά και να πληρώνονται με τόσο χαμηλά μεροκάματα; Ας όψεται η προσφυγιά κι οι παράγκες» (σ. 339). Και βέβαια όλο αυτό το κέρδος ήταν αποκαθαρμένο από επικίνδυνα πολιτικά φρονήματα: «Όλες τους είναι καθαρές, [αναφέρεται στις εργάτριες] δεν έχει σημειωθεί σε καμία τους συνδικαλιστική ή άλλη μολυσματική νόσος – πολιτική εννοώ» (σ. 347).
Ακόμη, ο συγγραφέας αναφέρεται στη συλλογική ευθύνη για την αλλαγή που υπέστη η Θεσσαλονίκη, η πολιτεία της προσφυγιάς, η κατά Ιωάννου «πρωτεύουσα των προσφύγων», από μια πολυπολιτισμική πόλη σε μια πόλη σχεδόν εθνικά ομοιογενή. Ο αφανισμός της ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης, η τραγική μοίρα των ανυποψίαστων και προδομένων Εβραίων, των «εντόπιων ξένων» (έκφραση της Αμπατζοπούλου), είναι κομμάτι της ενοχικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης που ζητά εξιλέωση. Τέλος, οι παθογένειες της Ελλάδας της αντιπαροχής της δεκαετίας του 1960 («ρίξαμε μπετόν σ’ όλο το σύμπαν», σ. 559) έχουν (καθ)ορίσει το διαστρεβλωμένο σημερινό παρόν.
Στο βιβλίο αναδεικνύονται και πτυχές της ελληνικής ιστορίας οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές, όπως είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στον ρωσικό εμφύλιο το 1919, όπου εδώ (όπως έχει επισημάνει η Φιλοθέη Κολίτση) ο συγγραφέας με μια σχεδόν αιρετική ματιά αφηγείται τις αντιηρωικές περιπέτειες των Ελλήνων στρατιωτών, την υποδοχή τους από τους Έλληνες ομογενείς στην Οδησσό και την περιπλάνηση κάποιων ως λιποτακτών στις στέπες της Ουκρανίας.
Βασικό θέμα του βιβλίου είναι ακόμη η αναμέτρηση του ανθρώπου με την ιστορία και η διαχείριση της ήττας. Αν στο βιβλίο Στη σκιά της πεταλούδας πρόθεση ομολογημένη του συγγραφέα ήταν να δείξει τη συνάντηση του ανθρώπου με την προσωπική του αποτυχία και πτώση εδώ στο Λίγες και μία νύχτες πρόθεσή του είναι να μιλήσει για τις συνέπειες της ιστορίας στις ζωές των ανθρώπων, άσημων και επιφανών. Με τα λόγια του συγγραφέα: «Είμαστε βυθισμένοι στη μεγάλη κλεψύδρα του χρόνου. Μπορεί κάποιος μια στιγμή να τη γυρίσει αιφνιδιαστικά και να βρεθούμε απ’ τα πάνω στα κάτω κουνώντας απελπισμένα τα χέρια μες στην άμμο» (σ. 285). Εδώ ο Ζουργός εξετάζει την ιστορική διάσταση της ανθρώπινης μοίρας και δεν τον ενδιαφέρει η περιγραφή μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη στιγμή. Το μυθιστόρημα είναι ο κατεξοχήν λογοτεχνικός τόπος όπου το ατομικό αναμετριέται με τη συλλογική εμπειρία. Οι ήρωές του είναι λαϊκοί άνθρωποι, πολλές φορές άνθρωποι αποτυχημένοι, τσακισμένοι που όμως αγωνίζονται να δώσουν ένα νόημα στη ζωή τους και να φύγουν με αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας δεν ξεχνά την καταγωγή του επαναλαμβάνοντας με τον τρόπο του αυτό που έχει πει ο Ανδρέας Φραγκιάς: «ο μεγάλος ήρωας της ζωής είναι ο κοινός θνητός, δηλαδή ο καθένας από μας».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του συγγραφέα απέναντι στον Άλλο, πιο συγκεκριμένα στον Εθνικό Άλλο. Πιστεύοντας στην αρμονική συνύπαρξη των διαφορετικών εθνοτήτων επιλέγει να στήσει την ιστορία του στη Συνοικία των εξοχών, σε μια περιοχή όπου ζούσαν αρμονικά άνθρωποι από διαφορετικές εθνικότητες, θρησκείες και γλώσσες σε αντίθεση με την υπόλοιπη πόλη που ήταν διαιρεμένη σε συνοικίες και κατοικούνταν από διαφορετικές εθνότητες, Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους.
Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, «ο κηπουρός στο περιβόλι του Αλλάχ», παρουσιάζεται ανήμπορος και με ανθρώπινες αδυναμίες ενώ ο Γερμανός υπολοχαγός Κράουζε, που μένει μαζί με τον ήρωα μετά την επίταξη του σπιτιού του από τους Ναζί, είναι ένας καλλιεργημένος διανοούμενος ο οποίος σε μια κρίσιμη στιγμή αντί να καταδώσει τον Λευτέρη και την εβραία Μίρζα, που καταζητείται, τους προστατεύει.
Ο Λευτέρης στην αρχή αντιπαθεί τους Εβραίους όπως κάνουν οι περισσότεροι εκείνη την εποχή. Όπως αφηγείται σε μεγαλύτερη ηλικία: «Τότε ούτε που ξέραμε ότι αυτό που νιώθαμε λέγεται «αντισημιτισμός» / «έπρεπε να γίνει το μεγάλο κακό στο Άουσβιτς για να ξυπνήσει ο κόσμος» (σ. 331). Στη συνέχεια όμως με κίνδυνο της ζωής του αναλαμβάνει τη φροντίδα της μικρής εβραιοπούλας Ρίβκα, που την έχει εμπιστευθεί ο πατέρας της για να σωθεί. Μέχρι το τέλος θα βαραίνει τον Λευτέρη το «άχθος της μνήμης» (σ. 418) όσων συνέβησαν εναντίον της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, το ξήλωμα του εβραϊκού νεκροταφείου, ο δημόσιος εξευτελισμός 9.000 ανδρών στην Πλατεία Ελευθερίας το «μαύρο Σάββατο» της 11ης Ιουλίου 1942, ο εγκλεισμός τους στο γκέτο του Χιρς κοντά στον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, ο εκτοπισμός τους και η «τελική λύση».
Ο Ζουργός, συνεχίζοντας την παράδοση των Θεσσαλονικιών συγγραφέων όπως είναι ο Γιώργος Ιωάννου, ο Νίκος Μπακόλας και ο Νίκος Κοκάντζης («Τζιοκόντα») όχι μόνο αποφεύγει την αρνητική στερεοτυπική αναπαράσταση, όχι μόνο αντιστρατεύεται τις προκαταλήψεις αλλά στέκεται με συμπάθεια απέναντι στον διωκόμενο Άλλο δείχνοντας το ανθρώπινο πρόσωπό του.
Ο συγγραφέας ακόμη κι όταν μιλά για το παρελθόν δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μιλά για το παρόν. Και αυτό το παρόν με τη σειρά του καθορίζει τον τρόπο που επιστρέφουμε στο παρελθόν. Πρόκειται για ζητήματα που έχει αναλύσει ο Ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν.
Για να μάθουμε ποιοι είμαστε, την ταυτότητά μας είναι ανάγκη να γνωρίζουμε το παρελθόν μας, ποιοι υπήρξαμε. Η λογοτεχνία ανάμεσα σε άλλα επιτελεί και αυτόν τον ρόλο. Η λογοτεχνία διασώζει την ατομική και συλλογική μνήμη / ενεργεί ενάντια στη λήθη.
Όταν το ατομικό ξεπερνάει τα στενά όρια της ύπαρξης και αφορά περισσότερους ανθρώπους, όταν δηλαδή το ατομικό γίνεται καθολικό τότε έχουμε μεγάλη λογοτεχνία. Όταν ο συγγραφέας το πετυχαίνει αυτό, τότε είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. Και ο Ζουργός το πετυχαίνει.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Παρέμβαση, Τεύχος 190, Χειμώνας 2018
[1] Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, (μτφ.) Φ. Δ. Δρακονταειδής, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994, σ. 38.
[2] Raymond Williams, Κουλτούρα και ιστορία, (εισαγ.-μτφ.) Βενετία Αποστολίδου, Αθήνα: Γνώση, 1994.