Τα ηθικά διλήμματα της πανδημίας
Η πανδημία της covid-19 δοκίμασε τα δημόσια συστήματα υγείας των χωρών, τις ικανότητες των κυβερνώντων στη διαχείριση κρίσεων, τις αντοχές του κόσμου ακόμα και αυτή την πίστη των θρησκευόμενων.
Οι χρόνιες ανεπάρκειες των κρατικών υποδομών στον τομέα της υγείας, εξαιτίας των παρατεταμένων πολιτικών περικοπών και ιδιωτικοποιήσεων, σε συνδυασμό με την επικινδυνότητα του ιού, οδήγησαν τις κυβερνήσεις στη λήψη μέτρων που έπληξαν τις ατομικές ελευθερίες, το εργασιακό καθεστώς των πολιτών, την οικονομία, την παιδεία, την καθημερινότητα και την ψυχική υγεία.
Ταυτόχρονα, η πανδημία έφερε στο προσκήνιο κεντρικά ερωτήματα της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Τι είναι σωστό και τι δεν είναι; Πώς πρέπει να ενεργήσω; Τι είναι η λεγόμενη «ατομική ευθύνη» και ποια είναι τα όρια της; Πρέπει να κάνω θυσίες για τους άλλους; Είναι δίκαιο να περιορίζονται οι ατομικές ελευθερίες για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου ιού; Είναι σωστό να μπαίνει η οικονομία στο ψυγείο;
Η καραντίνα, η κοινωνική αποστασιοποίηση και η άρση όλων των δραστηριοτήτων, για λόγους δημόσιας υγείας, έφεραν στην επιφάνεια χρόνια προβλήματα. Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι η κρίση που αντιμετωπίζει η δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, όπως θα δείξω στη συνέχεια.
Κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας, το επιχείρημα που βγαίνει από τα επίσημα χείλη είναι ότι «πρέπει όλοι και όλες να κάνουμε θυσίες για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα με αυτή την έκτακτη, εξαιρετική συνθήκη που αντιμετωπίζουμε». Η λέξη «ευθύνη» είναι αυτή που χρησιμοποιείται πιο συχνά από άλλες. Η επίκληση στην «ατομική ευθύνη» γίνεται στη βάση της επιδίωξης του συλλογικού καλού, της δημόσιας υγείας δηλαδή.
Η αναφορά στο κοινό καλό (common good) γίνεται με ωφελιμιστικά κριτήρια. Σύμφωνα με τη θεωρία του ωφελιμισμού, η ηθική ορθότητα των ανθρώπινων πράξεων κρίνεται από την ωφέλεια ή τη βλάβη των συνεπειών τους. Όπως υποστηρίζει ο John Stuart Mill, Βρετανός, θεμελιωτής του φιλελευθερισμού τον 19ο αιώνα, «η ωφελιμότητα ή η αρχή της μέγιστης ευτυχίας για τον μέγιστο αριθμό ατόμων είναι το θεμέλιο της ηθικότητας· σύμφωνα με την αρχή αυτή οι πράξεις είναι σωστές στο βαθμό που προάγουν την ευτυχία, λαθεμένες στο βαθμό που φέρνουν το αντίθετο της ευτυχίας» (Ωφελιμισμός, CW, X: 210). Αντίθετα με τους προηγούμενους ωφελιμιστές αλλά και τους σύγχρονους νεοφιλελεύθερους, ο Mill δεν δέχεται ότι η κοινωνία είναι ένα σύνολο καταναλωτών, που ανταγωνίζονται τους άλλους κατά την επιδίωξη των συμφερόντων τους. Ισχυρίζεται ότι τα προσωπικά συμφέροντα μπορούν να εναρμονιστούν με το γενικό συμφέρον της κοινωνίας και ότι μπορεί να δημιουργηθεί βαθμιαία μια κοινωνία στενά αλληλεξαρτώμενων ατόμων, που ενδιαφέρονται για το κοινωνικό καλό. Ακόμη, οραματίζεται μια κοινωνία όπου θα κυριαρχεί η εμπιστοσύνη, η νομιμοφροσύνη και η αφοσίωση στον μεγάλο ωφελιμιστικό σκοπό που είναι η μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστο αριθμό ατόμων.
Αν εφαρμόσουμε, λοιπόν, αυτή τη θεωρία του ωφελιμισμού στο ζήτημα της πανδημίας, προκύπτουν δύο περιπτώσεις, όσες και οι λύσεις που επέλεξαν οι κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με όσους προτίμησαν τη στρατηγική της «ανοσίας της αγέλης», το επιχείρημα έχει ως εξής: κάποιοι άνθρωποι θα πρέπει να θυσιαστούν προκειμένου να μπορεί η πλειονότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Αυτή η λύση εγγυάται τη μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Μόνο που αυτοί οι κάποιοι είναι συνήθως οι ευάλωτοι, δηλαδή οι ηλικιωμένοι, όσοι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (οι κοινωνικά περιθωριοποιημένοι) και όσοι ασκούν επαγγέλματα που τους εκθέτουν περισσότερο στον κίνδυνο να νοσήσουν. Αυτές οι παράπλευρες απώλειες θα είναι τελικά προς όφελος της κοινωνίας μακροπρόθεσμα, συνεχίζει το επιχείρημα.
Τη στρατηγική λύση της ανοσίας της αγέλης για την αντιμετώπιση της πανδημίας επιδίωξε να ακολουθήσει η κυβέρνηση του Boris Johnson στη Βρετανία κατά το πρώτο μεγάλο κύμα της πανδημίας. Ας θυμηθούμε τον σάλο που ξέσπασε όταν κυκλοφόρησε ότι ο Dominic Cummings, σύμβουλος του Βρετανού πρωθυπουργού, υποστήριξε σε μια ιδιωτική συνάντηση πως η ανοσία της αγέλης θα προστατεύσει την οικονομία και «εάν αυτό σημαίνει ότι θα πεθάνουν κάποιοι συνταξιούχοι, κρίμα». Βέβαια, η Downing Street έσπευσε να το διαψεύσει.
Την ίδια στρατηγική επέλεξε από την αρχή η Ολλανδία και η Σουηδία. Με τη διαφορά ότι η δεύτερη τη συνέχισε και στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, το φθινόπωρο. Ο Anders Tegnell, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που συμβουλεύει τη σουηδική κυβέρνηση, διαβεβαιώνει ότι ακολουθεί απλά τα επιστημονικά δεδομένα, επιπλήττοντας έμμεσα τις άλλες χώρες ότι λαμβάνουν αποφάσεις περισσότερο για πολιτικούς λόγους. Παρόλα αυτά, πριν λίγες μέρες η Σουηδία αποφάσισε να εφαρμόσει μια σειρά μέτρων μετά από την έξαρση των κρουσμάτων και την αύξηση του αριθμού των θανάτων.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά τις κυβερνήσεις που επέλεξαν τη λύση της καθολικής ή μερικής εφαρμογής του lockdown. Εδώ το σκεπτικό, που επίσης έχει ωφελιμιστικό χαρακτήρα αλλά δεν διακρίνεται τόσο ξεκάθαρα, είναι το εξής: το κράτος έχει την υποχρέωση να προστατέψει τους πιο αδύναμους, από τη στιγμή που δεν μπορεί να τους προστατέψει όλους, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων ιατρικών υποδομών. Γι’ αυτό κάποιοι (αυτοί που θα χάσουν τη δουλειά τους δηλαδή) θα πρέπει να κάνουν υπομονή μέχρι τα περιοριστικά μέτρα να αποδώσουν μακροπρόθεσμα και τότε θα έχει επιτευχθεί η μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Πρόκειται, ωστόσο για πρόσχημα που συγκαλύπτει τις πολιτικές των χωρών που δεν έχουν ως προτεραιότητα το κοινωνικό κράτος και ένα ενισχυμένο δημόσιο σύστημα υγείας. Ο φόβος ότι η πλήρης κατάρρευση του συστήματος υγείας θα συμπαρασύρει στον όλεθρο την ίδια την κυβέρνηση είναι αυτός που υποδεικνύει τη στρατηγική αυτή, με στόχο τη διαφύλαξη της δημόσιας εικόνας της κυβέρνησης και τη μείωση του πολιτικού κόστους. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Βέβαια, το θέμα είναι ότι κάποιοι και κάποιες θα πρέπει να κάνουν περισσότερη υπομονή από άλλους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, για παράδειγμα, δεν έχουν αντίρρηση να προβούν στις ανάλογες θυσίες, από τη στιγμή που ο μισθός τους μπαίνει κανονικά στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Τι ισχύει όμως για τους υπόλοιπους που έχουν μείνει χωρίς εργασία και, άρα, χωρίς χρήματα;
Η στάση των πολιτών στις διάφορες χώρες έχει επίσης ενδιαφέρον. Άλλοι κάνουν υπομονή περιμένοντας την επιστροφή στην πρότερη ζωή, άλλοι έχουν κουραστεί από την παρατεταμένη ισχύ των περιοριστικών μέτρων, άλλοι δεν έχουν πειστεί για την αναγκαιότητα λήψης των εν λόγω μέτρων και άλλοι, επειδή έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα χάνοντας τη δουλειά τους ή τις επιχειρήσεις τους, θέλουν να συνεχίσει η ζωή τούς κανονικούς της ρυθμούς και ζητούν την «επανεκκίνηση» της οικονομίας.
Ο Peter Singer, ο πιο διάσημος αυτή τη στιγμή ωφελιμιστής φιλόσοφος, πιστεύει ότι πρέπει να δούμε σοβαρά την περίπτωση της άμεσης επιστροφής στη λεγόμενη «κανονικότητα». Υποστηρίζει ότι η διάσωση των (λίγων) ανθρώπινων ζωών θα πρέπει να αντισταθμίζεται από τις καταστροφικές συνέπειες των περιοριστικών μέτρων όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην υγεία των πολιτών. Μας θυμίζει ότι η μεγάλη ύφεση του 2008 οδήγησε σε αύξηση των αυτοκτονιών και σε θανάτους από καρκίνο, που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν προκύψει. Εκφράζει τη λύπη του που πρέπει να συμφωνήσει με τη γνωστή ρήση: «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε η θεραπεία να είναι χειρότερη από την ασθένεια». Και συνεχίζει ο Singer: μπορεί να πεθάνουν λιγότεροι λόγω lockdown, ωστόσο οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, όπως η ανεργία, η χρεωκοπία και τα προβλήματα ψυχικής υγείας, που θα αργήσουν να φανούν, είναι αληθινές. Η άρση του lockdown μπορεί στην αρχή να δημιουργήσει προβλήματα, θα επιφέρει, ωστόσο, μακροπρόθεσμα τη μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού των ατόμων, που θα επιστρέψουν στις δουλειές τους.
Η στάση του Singer αναδεικνύει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ωφελιμισμού και αυτό είναι η ευκολία ή η εργαλειοποίηση με την οποία αντιμετωπίζονται οι ανθρώπινες ζωές ως μέσα για την επίτευξη κοινωνικών ή άλλων σκοπών. Αυτό είναι το νόημα όταν λέγεται ότι πρέπει να θυσιάσουμε μερικούς (ηλικιωμένους ή περιθωριακούς κατά προτίμηση) για να ‘ανοίξει’ η οικονομία. Αυτό είχε στο μυαλό του ο αντικυβερνήτης του Τέξας Dan Patrick όταν πιθανολόγησε ότι οι ηλικιωμένοι Αμερικανοί θα θέλουν να θυσιαστούν για το καλό της χώρας τους.
Εδώ θα αντιδρούσε ο Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant, ο οποίος, πριν τον Mill, είπε πως για να καταλάβουμε αν η πράξη κάποιου ανθρώπου είναι ηθική ή όχι, πρέπει να γνωρίζουμε ποια ήταν η πρόθεσή του, το κίνητρό του και όχι οι συνέπειες της. Σύμφωνα με τον Kant, μια πράξη είναι ηθική όταν πηγάζει από την αίσθηση του καθήκοντος και όχι από κάποιο συναίσθημα ή ιδιοτέλεια (από την πιθανότητα κάποιου κέρδους). Για παράδειγμα, αν δίνουμε χρήματα σε φιλανθρωπικές οργανώσεις από συμπόνια για τους πάσχοντες ή επειδή έτσι θα εξυψωθούμε στα μάτια των οικείων μας ή θα αυξηθούν οι φοροαπαλλαγές μας, κατά την καντιανή προσέγγιση η πράξη μας δεν είναι ηθική, καθώς αυτή δεν προκύπτει από την αίσθηση του καθήκοντος ότι πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ για να απαλύνω τη δυστυχία.
Είναι γνωστή η κατηγορική προσταγή που διατυπώθηκε στο έργο «Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών»: «πράττε μόνο σύμφωνα με εκείνο το γνώμονα, μέσω του οποίου να μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει ένας καθολικός νόμος». Και να μπορείς να δεχτείς και τις αρνητικές συνέπειες αυτού του νόμου, θα συμπληρώσω το αυτονόητο.
Πώς ξέρουμε ποιο είναι το καθήκον μας; Ο καθένας είναι ελεύθερος, λέει ο Kant, να επιλέξει πώς θα ενεργήσει τηρώντας, ωστόσο, μερικούς βασικούς όρους. Πρώτον, αυτό που θα επιλέξει να μπορεί να καταστεί ένας ηθικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι και όλες (συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου / της ίδιας) θα πρέπει να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους. Δεύτερον, η πράξη μας να διασώζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και, τρίτον, να σέβεται ισότιμα όλους τους ανθρώπους. Με τα λόγια του Γερμανού φιλοσόφου: «πρέπει κάθε υποκείμενο να πράττει έτσι ώστε να μεταχειρίζεται πάντοτε όλους τους άλλους ανθρώπους – όπως και τον εαυτό του – ως σκοπούς και όχι μόνο ως μέσα των πράξεών του».
Δύσκολα πράγματα αυτά, ειδικά όταν είσαι γιατρός και πρέπει να αποφασίσεις σε ποιους θα δώσεις τους λιγοστούς αναπνευστήρες ή τα λιγοστά κρεβάτια που έχεις στη διάθεσή σου, γιατί τα κράτη, αν και είχαν προειδοποιηθεί, δεν περίμεναν ότι θα ενσκήψει τέτοιας έκτασης υγειονομική κρίση. Τον Απρίλιο του 2020 στην Ιταλία οι οδηγίες που δόθηκαν στους γιατρούς είχαν ωφελιμιστική βάση. Προτεραιότητα στην παροχή εντατικής φροντίδας θα είχαν όσοι/ες είχαν υψηλότερες πιθανότητες ίασης και αυτό σήμαινε, πολύ απλά, ότι οι ηλικιωμένοι και όσοι είχαν επιβαρυμένη υγεία είχαν μειωμένες πιθανότητες να λάβουν την απαραίτητη ιατρική φροντίδα. Η εγκύκλιος που εστάλη στους Ιταλούς γιατρούς συμπλήρωνε: «αυτά τα κριτήρια έχουν εφαρμογή σε όλους τους ασθενείς που χρειάζονται εντατική φροντίδα και όχι μόνο σε όσους νοσούν από την covid-19».
Πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση των γιατρών; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Τέτοια ηθικά διλήμματα, βγαλμένα από την πραγματική ζωή και όχι από ακαδημαϊκά εγχειρίδια, δοκιμάζουν συνειδήσεις και πολιτικές αποφάσεις. Γι’ αυτό ως άμεση λύση για την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων ήρθε το lockdown και η κοινωνική αποστασιοποίηση.
Η αλήθεια είναι ότι όλες οι χώρες που έχουν εφαρμόσει για πολύ καιρό τη λύση του lockdown και της κοινωνικής αποστασιοποίησης αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον δίλημμα: θα πρέπει να συνεχίσουμε να προστατεύουμε τις ζωές των πιο ευάλωτων (με το να παραμένουμε σε lockdown) ή θα πρέπει να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας προς όφελος της πλειονότητας; Την ωφελιμιστική απάντηση ότι, ακόμη κι αν πρέπει κάποιοι να θυσιαστούν, ο στόχος πρέπει να είναι η ευημερία των πολλών, στηρίζουν και όσοι υιοθετούν μια πιο φιλελεύθερη στάση, επικαλούμενοι τα ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, που πλήττονται λόγω των αυστηρών μέτρων.
Και στις δύο προσεγγίσεις λανθάνουν σοβαρά ηθικά ζητήματα. Πόσους ανθρώπους είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε προκειμένου να ξαναβρεί η ζωή μας τους φυσιολογικούς της ρυθμούς, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι θυσίες δεν κατανέμονται ισότιμα; Οι μελέτες έχουν δείξει ότι η πανδημία επιδεινώνεται από συνθήκες φτώχειας, ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού, όπως συνέβη στους δήμους της Δυτικής Αττικής. Η θνητότητα λόγω covid-19 είναι μεγαλύτερη στο Μενίδι απ’ ό,τι στο Χαλάνδρι και στα προάστια του Παρισιού, όπου ζουν μετανάστες, απ’ ό,τι στο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο οικιακός συνωστισμός σε μικρά σπίτια, η έλλειψη δυνατότητας τηλεργασίας, η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, τα άλυτα προβλήματα υγείας και η κακή ποιότητα του περιβάλλοντος δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την εξάπλωση της πανδημίας.
Τώρα, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι, αν ήταν ενισχυμένα τα δημόσια συστήματα υγείας, τα ηθικά διλήμματα (αλλά και τα αποτελέσματα της πανδημίας) θα ήταν πιο ήπια. Αν είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, δεν θα φτάναμε στο δίλημμα: ή τα σχολεία ή τα μαγαζιά.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων όταν γίνονται συζητήσεις για το άνοιγμα ή το κλείσιμο των επιχειρήσεων, των σχολείων και των πάσης φύσεως συλλογικών θεσμών.
Αρχική δημοσίευση του άρθρου (μια πιο σύντομη εκδοχή) στην Εφημερίδα των Συντακτών